αβελτίωτος

αβελτίωτος
-η, -ο [βελτιώνω]
αυτός που δεν έχει βελτιωθεί ή αυτός που δεν επιδέχεται βελτίωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αβελτίωτος — η, ο αυτός που δε βελτιώνεται, δεν καλυτερεύει: Μ όλες τις συμβουλές και τις προτροπές των δασκάλων του έμεινε αβελτίωτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”