- αβελτίωτος
- -η, -ο [βελτιώνω]αυτός που δεν έχει βελτιωθεί ή αυτός που δεν επιδέχεται βελτίωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αβελτίωτος — η, ο αυτός που δε βελτιώνεται, δεν καλυτερεύει: Μ όλες τις συμβουλές και τις προτροπές των δασκάλων του έμεινε αβελτίωτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)